βροχίζω

βροχίζω
βροχίζω,
A hang, strangle,

ἑαυτόν POxy.850.6

; cf. Hsch.s.v.ἀλαῶν: —[voice] Pass., to be ligatured, Gal.4.679.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βροχίζω — ισα 1. πιάνω στο βρόχι. 2. φρ., «Βροχίζω την άγκυρα», δημιουργώ θηλιά στην άγκυρα για να τη σηκώσω από το βυθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροχίζω — (AM βροχίζομαι) [βρόχος] (αρχ. μσν.) απαγχονίζομαι νεοελλ. συλλαμβάνω με βρόχο, παγιδεύω …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

  • καταβροχίζω — και καταβρογχίζω (Α) δένω σε βρόχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχίζω (< βρόχος «θηλειά»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”